- παλαιικός
- και παλιακός, -ή, -ό [παλαιός / παλιός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλαιά εποχή («παλαιική νοοτροπία»).επίρρ...παλαιικάμε παλαιικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλιά εποχή, ο του παλιού καιρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά εποχή, ο παλαιικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη κάθε φορά εποχή, ο προγενέστερος 3. παροιμ. «τών πρωτινών τα λόγια, θεού λόγια» δηλώνει ότι οι γνώμες και οι κρίσεις τών… … Dictionary of Greek
πρωτινός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλιά εποχή, ο παλαιικός: Θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)